- αθρόος
- -α, -ο (AM ἀθρόος, -α, -ον, Α και ἄθρους, -ουν)1. ο κατά σωρούς εμφανιζόμενος, συμπυκνωμένος, συναγμένος, συγκεντρωμένος2. σύμπας, ολόκληρος, συνολικός, συλλογικόςαρχ.1. συνεχής, αδιάλειπτος2. αυτός που γίνεται αμέσως, διά μιας, ξαφνικά3. πολύς, πολυπληθής, άφθονος4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀθρόον, το άθροισμα, η συναγμένη δύναμη τών στρατιωτών5. φρ. «ἀθρόα πόλις», οι πολίτες ως σύνολο«ἀθρόῳ στόματι», με μια φωνή6. επιρρ. ἀθρόως, γενικάαρχ.-μσν.(το ουδ. ως έπιρρ.) ἀθρόον α) διά μιας, ξαφνικάβ) καθ’ ολοκληρίαν.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἀ- αθροιστ. (< *sm- «σύν, ὁμοῦ») + θρο(Fos) από ΙΕ ρίζα *dher- «κρατώ φέρω»ἀθρόος θα σήμαινε αρχικά «τον φέροντα στον ίδιο σκοπό», απ' όπου η σημ. «συγκεντρωμένοι, όλοι μαζί, από κοινού» (πρβλ. αρχ. ινδ. sadhriy -anc- «αθρόος, ενωμένος»)βλ. και το ομόρριζο ἀθρῶ.ΠΑΡ. ἀθροότης, ἀθροίζω].
Dictionary of Greek. 2013.